- μυελόεις
- μυελόεις, -εσσα, -εν (Α)1. αυτός που είναι γεμάτος από μυελό, από μεδούλι2. (κατ' επέκτ.) μαλακός, τρυφερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυελόεν — μυελόεις full of marrow masc voc sg μυελόεις full of marrow neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελόεντα — μυελόεις full of marrow neut nom/voc/acc pl μυελόεις full of marrow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek